- διέλαμψεν
- διαλάμπωshine throughaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαλάμπω — (Α διαλάμπω) 1. λάμπω μέσα από κάτι, λάμπω πέρα ως πέρα, ακτινοβολώ 2. διαπρέπω, διακρίνομαι, υπερέχω αρχ. 1. (για τη φωνή) ακούγομαι καθαρά 2. «διέλαμψεν ἡμέρα», «διαλάμποντος τοῡ ἡλίου» ενώ ξημέρωνε … Dictionary of Greek